- ναρθήκισμα
- το (Α ναρθήκισμα) [ναρθηκίζω]περίδεση σπασμένου μέλους τού σώματος με ράβδους ή σχίζες τού φυτού νάρθηκας για να επιτυγχάνεται ακινησία, κν. καλάμωμα, κλάπωμα, φάσκιωμααρχ.τεμάχιο ή σχίζα τού φυτού νάρθηξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναρθηκίσματος — ναρθήκισμα splint neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρθηκισμός — ο (Α ναρθηκισμός) [ναρθηκίζω] ναρθήκισμα αρχ. ιατρική επίκρουση ενός σημείου τού σώματος με διαγνωστικό σκοπό … Dictionary of Greek